πρακτικός

πρακτικός
η , ό[ν]
1) практический;

πρακτικά μαθήματα — практические занятия;

πρακτική πείρα — практические навыки;

βρίσκω πρακτική εφαρμογή — находить практическое применение;

2) удобный, практичный;
3) деловой, деловитый; практичный (о человеке);

πρακτικό πνεύμα — деловитость;

4) не дипломированный, не имеющий специальной подготовки;

πρακτικός γιατρός — врач-практик; — лекарь-самоучка;

§ πρακτικό λύκειο — реальное училище


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πρακτικός" в других словарях:

  • πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρακτικός — fit for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… …   Dictionary of Greek

  • πρακτικά — πρακτικός fit for neut nom/voc/acc pl πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc/acc dual πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικώτερον — πρακτικός fit for adverbial comp πρακτικός fit for masc acc comp sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικωτάτων — πρακτικός fit for fem gen superl pl πρακτικός fit for masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικωτέρων — πρακτικός fit for fem gen comp pl πρακτικός fit for masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικῶν — πρακτικός fit for fem gen pl πρακτικός fit for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικόν — πρακτικός fit for masc acc sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικώτατα — πρακτικός fit for adverbial superl πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτικώτατον — πρακτικός fit for masc acc superl sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»